- διαστολή
- διαστολήdrawing asunderfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαστολή — Ξεχώρισμα, διάκριση. (Μουσ.) Όρος της μουσικής σημειογραφίας. Σημαίνει την κάθετη γραμμή του πενταγράμμου που χωρίζει τα μέτρα σε τμήματα ίσης αξίας φθογγοσήμων, με διαφορετική όμως ρυθμική συνάρθρωση. Παλαιότερα ο διαχωρισμός των μέτρων… … Dictionary of Greek
διαστολή — η 1. (φυσ.), το φυσικό φαινόμενο της αύξησης του όγκου των σωμάτων εξαιτίας της θέρμανσης: Η ικανότητα του σίδηρου για διαστολή είναι σε όλους γνωστή. 2. διόγκωση, αύξηση: Διαστολή της καρδιάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαστολῇ — διαστολῆι , διαστολεύς instrument for examining cavities masc dat sg (epic ionic) διαστολή drawing asunder fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστολή του σύμπαντος — Κοσμογονική υπόθεση η οποία είναι παγκοσμίως αποδεκτή σήμερα από όλους σχεδόν τους αστρονόμους. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, τα εξωγαλαξιακά νεφελώματα παρουσιάζουν υψηλές ταχύτητες απομάκρυνσης, οι οποίες είναι τόσο μεγαλύτερες όσο μεγαλύτερη… … Dictionary of Greek
αερίων, διαστολή — Βλ. λ. διαστολή … Dictionary of Greek
διαστολαῖς — διαστολή drawing asunder fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστολαί — διαστολή drawing asunder fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστολήν — διαστολή drawing asunder fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστολῶν — διαστολή drawing asunder fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστολόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της διαστολής στερεών και υγρών. Ανάλογα με το σώμα του οποίου θα μετρηθεί η διαστολή και με την επιθυμητή ακρίβεια της μέτρησης, χρησιμοποιούνται διάφοροι τύποι δ. Για τα υγρά χρησιμοποιούνται δ. που αποτελούνται από δοχεία … Dictionary of Greek